ξεψάχνισμα

ξεψάχνισμα
το, -ατος
1. η πράξη του ξεψαχνίζω, αφαίρεση ψαχνού κρέατος από τα κόκαλα.
2. λεπτομερής έρευνα, εξέταση.
3. εκμετάλλευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεψάχνισμα — το [ξεψαχνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεψαχνίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”